Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
το (ΑΜ ξυλάριον, Α και ξυλήριον)
ξυλάκι, μικρό ξύλο
αρχ.
κομμένος κορμός δένδρου, κούτσουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + υποκορ. κατάλ. -άριο(ν), πρβλ. πλοιάριο].