ξυλάριο

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ ξυλάριον, Α και ξυλήριον)
ξυλάκι, μικρό ξύλο
αρχ.
κομμένος κορμός δένδρου, κούτσουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + υποκορ. κατάλ. -άριο(ν), πρβλ. πλοιάριο].