νεφρίδιο

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
βιολ. ανατομική και λειτουργική μονάδα του απεκκριτικού συστήματος πολλών πρωτόγονων ασπονδύλων και του κεφαλοχορδωτού αμφίοξος ή αμφιοξύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephridium (< νεφρός)].