αμφιοξύς

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

ή αμφίοξος, ο Ζωολ.
με την ονομασία αυτή είναι γνωστοί οι αντιπρόσωποι της υποσυνομοταξίας Κεφαλοχορδωτά ή Ακράνια (30 είδη περίπου), που ζουν στις τροπικές, υποτροπικές και εύκρατες θάλασσες. Τα Κεφαλοχορδωτά μαζί με την υποσυνομοταξία τών Χιτονοζώων αποτελούν την ομάδα Προχορδωτών, του φύλου Χορδωτά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < amphioxus, νεολατιν. επιστημονικός όρος, ελληνογενής < αμφι- + οξύς].