μουσικοσυνθέτης

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. μουσικοσυνθέτις και μουσικοσυνθέτρια
συνθέτης μουσικών έργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουσική + συνθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Κλ. Ι. Παπάζογλου].