συνθέτης
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
συνθέτου, ὁ, composer, writer, Pl.Lg.722e, Gal.18(2).778; καλῶν ποιημάτων Phld.Po.5.35; σ. ὀνομάτων, etc., D.H.Dem.36; σ. λόγων a prose-writer, like συγγραφεύς, opp. ποιητής, Paus.10.26.1.
Greek (Liddell-Scott)
συνθέτης: -ου, ὁ, ὁ συντιθείς, συγγραφεύς, Πλάτ. Νόμ. 722Ε· σ. ὀνομάτων Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 36· σ. λόγων, πεζογράφος, ὡς τὸ συγγραφεύς, ἀντίθετον τῷ ποιητής, Παυσ. 10. 26, 1.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. συνθέτρια Ν συντίθημι
νεοελλ.
1. μουσουργός
2. στοιχειοθέτης
αρχ.
1. συγγραφέας
2. φρ. «συνθέτης λόγων» — ο πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («οὐκ οἶδα οὔτε ποιητὴν οὔτε ὅσοι λόγων συνθέται», Παυσ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θέτης, -ου, ὁ [συντίθημι] samensteller (van wetten). Plat. Lg. 722e.
German (Pape)
ὁ, der zusammensetzt, bes. der Stylist; οὐδεὶς οὔτ' εἶπέ τι προοίμιον οὔτε ξυνθέτης γενόμενος ἐξήνεγκεν εἰς τὸ φῶς, Plat. Legg. IV.722e; λόγων, der Prosaist, im Gegensatz von ποιητής, Pausan. 10.26, und andere Spätere