μπαμπάκας

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. (με θωπευτική σημ.) ο πατερούληςαύριο θά'ρθει ο μπαμπάκας μου»)
2. χρησιμοποιείται και με ειρωνική σημασία («ας είναι καλά ο μπαμπάκας του που τόν χαρτζιλικώνει κάθε τόσο»).