αύριο

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source

Greek Monolingual

(AM αὔριον) επίρρ.
Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα
2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῖα» — όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης
β) «τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον» — το μέλλον θα είναι καλύτερο
γ) «σήμερ'-αύριο» — πολύ σύντομα
δ) «γι' αύριο έχει ο Θεός» — ο θεός θα φροντίσει για το μέλλον
ε) «αύριο τα λέμε» — πολύ σύντομα θ' αντιστραφούν οι όροι
στ) «καλημέρα γι' αύριο» — απάντηση σ' αυτόν που λέει ανόητα ή απαράδεκτα πράγματα)
II. (το ουδ. ή το θηλ. ως ουσ.) το αύριο (AM τὴν ἐπαύριον, τὴν αὔριον, ἐς τὸ αὔριον)
1. την αυριανή μέρα
2. στο προσεχές μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αύριον με παρέκταση πιθ. κατά το σήμερον < αύρι (τοπική πτώση ενός θέματος σε r-, πρβλ. β' συνθετικό του άγχαυρος) < αυσρι (πρβλ. λιθ. aušra «αυγή», αρχ. ινδ. usr-a- «του πρωινού», με μετάπτωση του φωνήεντος της ρίζας). Πιθανή επίσης θεωρείται η συγγένεια του τ. αύριον με τα έως, αύως. Η λ. αύριον είναι ήδη γνωστή από τον Όμηρο και την Ιωνική-Αττική.
ΠΑΡ. νεοελλ. αυριανός.
ΣΥΝΘ. επαύριο(ν), μεθαύριο(ν)].