μουσοκόλαξ
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A courtier of the Muses, D.H.7.9.
German (Pape)
[Seite 211] ακος, ὁ, Musenschmeichler, D. Hal. 7, 9.
Greek (Liddell-Scott)
μουσοκόλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ τὰς Μούσας κολακεύων, θεραπεύων, Διον. Ἁλ. 7. 9.
Greek Monolingual
μουσοκόλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που υπηρετεί τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + κόλαξ (πρβλ. αυλο-κόλαξ)].