κόλαξ

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλᾰξ Medium diacritics: κόλαξ Low diacritics: κόλαξ Capitals: ΚΟΛΑΞ
Transliteration A: kólax Transliteration B: kolax Transliteration C: kolaks Beta Code: ko/lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,
A flatterer, fawner, Ar.Pax756, Lys.28.4, Pl.Phdr. 240b, etc.; τύχης κόλακες Antipho Soph.65; πάντες οἱ κ. θητικοὶ καὶ οἱ ταπεινοὶ κ. Arist.EN1125a1, cf. 1108a29, Thphr.Char.2.1; parasite, Eup.159.1, Antisth. ap. D.L.6.4.
2 in later Gr., = Att. γόης, Moer. p.113 P.
II lisping pronunciation of κόραξ, Ar.V.45.

German (Pape)

[Seite 1472] ακος, ὁ, Schmeichler, Schmarotzer, der seines eigenen Vortheils wegen Anderen schmeichelt, vgl. Arist. Eth. 2, 7. 4, 3. 6; – auch = παράσιτος, Ath. VI, 236 e; vgl. Plut. de discr. adul. et am. – Vielleicht von κόλον, Speise; nach Ath. VI, 258 b von κολλᾶν.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
flatteur, adulateur.
Étymologie: DELG mot familier, sans étym.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλαξ -ακος, ὁ vleier.

Russian (Dvoretsky)

κόλαξ: ᾰκος ὁ льстец Plat., Arph., Plut.: καὶ πάντες οἱ κόλακες θητικοὶ καὶ οἱ ταπεινοὶ κόλακες Arst. все льстецы - наемники, а все низкие люди - льстецы.

Greek Monolingual

ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς -ίδος)
αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων ἐμπεσεῖν ἤ κολάκων», παροιμ.
β. «διάβολοι και συκοφάνται και κόλακες», Πλούτ.)
αρχ.
1. παράσιτος («δίαιταν ἥν ἔχουσ' οἱ κόλακες πρὸς ὑμᾱς λέξομεν», Εύπ.)
2. μτγν. γόης, μάγος
3. (κατά κωμική παραφθορά) κόραξ («Ἀλκιβιάδης εἶπε πρὸς με τραυλίσας
ὁλᾱς; Θέωλος τὴν κεφαλὴν κόλακος ἔχει», Αριστοφ.)
4. το θηλ.κολακίς
γυναίκα η οποία έβαζε την πλάτη της ως σκαλοπάτι για να πατά η βασίλισσα και να βγαίνει ή να μπαίνει στην άμαξα, αλλ. κλιμακίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα -ακ- με το οποίο σχηματίζονται πολλές λέξεις της καθομιλουμένης. Πιθ. συνδέεται με τη λ. κηλῶ, ενώ κατ' άλλους με τις λ. κέλλω, δύσκολος. Ως α' συνθετικό η λ. εμφανίζεται σε κωμικά ανθρωπωνύμια, όπως κολακοφωροκλείδης, κολακώνυμος.
ΠΑΡ. κολακεύω
αρχ.
κολακικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. δημοκόλαξ, διονυσοκόλαξ, κνισοκόλαξ, κυσοκόλαξ, λιμοκόλαξ, μαλακοκόλαξ, μουσοκόλαξ, φαυλοκόλαξ, φιλοκόλαξ, ψωμοκόλαξ
νεοελλ.
αυλοκόλακας.

Greek Monotonic

κόλαξ: -ᾰκος, ὁ, κόλακας, γαλίφης, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κόλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κολακεύων, ὁ θωπεύων κολακευτικῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 756, Λυσ. 179. 40, Πλάτ. κτλ.· πάντες οἱ κ. θητικοὶ καὶ οἱ ταπεινοὶ κ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 29, πρβλ. 2. 7, 13, Θεοφρ. Χαρακτ. 2· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 45, ψευδίζουσα προφορὰ τῆς λέξ. κόραξ. ΙΙ. ἐν τῇ κοινῇ Ἑλλην. ἀντὶ τοῦ Ἀττ. γόης, Piers. εἰς Μοῖρ. σ. 113.

Frisk Etymological English

-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: flatterer, fawner (Att. hell.).
Compounds: Often as 2. member in the comedy, e. g. κνισοκόλαξ, s. Risch IF 59, 277.
Derivatives: κολακεία (Democr., Pl.), κολακίς f. (Clearch., Plu.), κολακικός flattering (Pl.) and κολακεύω flatter (Att. hell.); κολάκευμα (X.) flattering, κολακευτικός id. (Pl.), κολακευτής = κόλαξ (Gloss.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Attic everyday language without etymology. Persson connects κηλέω, which is improb. because of the o-vowel; cf. Pok. 551, W.-Hofmann s. calumnia. Not better Pisani Ist. Lomb. 77, 553: to κέλλω, δύσκολος or Machek Slavia 16, 211 and Listy filol. 72, 69f.: to Slav. *cholcholiti in Czech. chlácholiti soothe, acquiesce, flatter. - Earlier attempts in Bq. - As the suffix -ακ- is Pre-Greek, so is the word prob.

Middle Liddell

κόλαξ, ακος,
a flatterer, fawner, Ar., Plat., etc.

Frisk Etymology German

κόλαξ: -ακος
{kólaks}
Grammar: m.
Meaning: Schmeichler, Schmarotzer (att. hell.) mit κολακίς f. (Klearch., Plu.), κολακικός schmeichlerisch (Pl. u. a.) und κολακεύω schmeicheln (att. hell.);
Composita: Oft als Hinterglied in der Komödiensprache, z. B. κνισοκόλαξ, s. Risch IF 59, 277.
Derivative: davon κολακεία (Demokr., Pl. u. a.), κολάκευμα (X. u. a.) Schmeichelei, κολακευτικός schmeichlerisch (Pl. u. a.), κολακευτής = κόλαξ (Gloss.).
Etymology: Ausdruck der attischen Umgangssprache ohne Etymologie. Von Persson Beiträge 1, 158f. zu κηλέω u. Verw. gezogen, was schon wegen des o-Vokals Bedenken erweckt; vgl. WP. 1, 446, Pok. 551, W.-Hofmann s. calumnia. Nicht besser Pisani Ist. Lomb. 77, 553: zu κέλλω, δύσκολος oder Machek Slavia 16, 211 und Listy filol. 72, 69f.: zu slav. *cholcholiti in čech. chlácholiti sänftigen, beruhigen, umschmeicheln u. a. — Frühere vergebliche Versuche bei Bq.
Page 1,896

Greek Monolingual

ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς -ίδος)
αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων ἐμπεσεῖν ἤ κολάκων», παροιμ.
β. «διάβολοι και συκοφάνται και κόλακες», Πλούτ.)
αρχ.
1. παράσιτος («δίαιταν ἥν ἔχουσ' οἱ κόλακες πρὸς ὑμᾱς λέξομεν», Εύπ.)
2. μτγν. γόης, μάγος
3. (κατά κωμική παραφθορά) κόραξ («Ἀλκιβιάδης εἶπε πρὸς με τραυλίσας
ὁλᾱς; Θέωλος τὴν κεφαλὴν κόλακος ἔχει», Αριστοφ.)
4. το θηλ.κολακίς
γυναίκα η οποία έβαζε την πλάτη της ως σκαλοπάτι για να πατά η βασίλισσα και να βγαίνει ή να μπαίνει στην άμαξα, αλλ. κλιμακίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα -ακ- με το οποίο σχηματίζονται πολλές λέξεις της καθομιλουμένης. Πιθ. συνδέεται με τη λ. κηλῶ, ενώ κατ' άλλους με τις λ. κέλλω, δύσκολος. Ως α' συνθετικό η λ. εμφανίζεται σε κωμικά ανθρωπωνύμια, όπως κολακοφωροκλείδης, κολακώνυμος.
ΠΑΡ. κολακεύω
αρχ.
κολακικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. δημοκόλαξ, διονυσοκόλαξ, κνισοκόλαξ, κυσοκόλαξ, λιμοκόλαξ, μαλακοκόλαξ, μουσοκόλαξ, φαυλοκόλαξ, φιλοκόλαξ, ψωμοκόλαξ
νεοελλ.
αυλοκόλακας.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού καλοπιάνει). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως συγγενεύει μέ τό λατ. colo (=περιποιοῦμαι). Κατ' ἄλλους ἀπό τό κηλέω -ῶ (=θέλγω).
Παράγωγα: κολακεύω, κολακεία, κολάκευμα, κολακευτέος, κολακευτής, κολακευτικός, ἀκολάκευτος.

Translations

flatterer

Albanian: lajkatar; Belarusian: лястун, падлі́знік, падлі́за; Bengali: খয়ের খাঁ; Bulgarian: ласкател; Catalan: adulador, aduladora, llagoter, llagotera; Chinese Mandarin: 奉承者, 諂媚者/谄媚者, 阿諛者/阿谀者, 馬屁精/马屁精; Czech: lichotník; Danish: smigrer; Dutch: vleier, vleister; Finnish: imartelija, mielistelijä; French: flatteur, flatteuse; Galician: aloumiñeiro; German: Schmeichler, Schmeichlerin; Greek: κόλακας, γλείφτης, γαλίφης, μαλαγάνα, μαλαγάνας; Ancient Greek: αἴκαλος, θώψ, κολακίς, κόλαξ, πίθων; Hungarian: hízelgő; Irish: líodóir; Italian: adulatore, adulatrice; Jamaican Creole: sweet talker; Japanese: おべっか使い, 茶坊主, 幇間; Kapampangan: talabuladas; Korean: 아첨꾼; Latin: palpator, palpo, adulator; Lithuanian: saldžiakalbis, saldžialiežuvis; Macedonian: ласкавец, подлизурко, додворувач; Middle English: flaterere, losengeour; Norman: affliâtreux, fliatteux; Norwegian Bokmål: smigrer; Polish: pochlebca; Portuguese: bajulador, adulador, puxa-saco; Romagnol: aduladôr, adulatôr; Romanian: lingușitor, lingușitoare, adulator, adulatoare; Russian: льстец, подхалим, подхалимка, подлиза; Serbo-Croatian Cyrillic: ласкавац; Serbo-Croatian Latin: laskavac; Slovak: lichotník, pochlebovač; Spanish: lisonjeador, lisonjero, adulador, halagador, zalamero, adulón; Swedish: smickrare; Ukrainian: підлесник, лестець, підлесник, облесник, лестун, підлиза, підлизник; Walloon: clatcheu, platchteu, flåzeu; Welsh: gwenieithwr, gwenieithwraig, sebonwr, sebonwraig, ffalsiwr, ffalsiwraig