μπαρμπέρης

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μπερμπέρης, ο (Μ μπαρμπέρης και μπαρμπιέρης)
κουρέας
νεοελλ.
παροιμ. «είναι πολλοί μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια» — πρόθυμοι υπάρχουν πολλοί να ασχοληθούν με εύκολα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barbiere < λατ. barba «γένι»].