γένι
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek Monolingual
και γένειο, το (AM γένειον, Μ και γένιν)
1. το τρίχωμα του προσώπου των ανδρών στα μάγουλα, στο κάτω χείλος και στο σαγόνι
2. το σύνολο των τριχών που φύονται στην κάτω σιαγόνα και κοντά στο ρύγχος ορισμένων θηλαστικών
3. το μέρος του προσώπου που καλύπτεται από το γένι
νεοελλ.
1. το πιο προεξέχον σημείο του σαγονιού
2. η χητινώδης πλάκα στην οποία στηρίζεται το κάτω χείλος των Εντόμων
3. τα κεράτινα ελασματίδια στη ράχη του κάθε φτερού των Πτηνών
4. περιοχή στην εξωτερική πλευρά του κάθε χείλους του αλόγου
5. φρ. α) «και του σπανού τα γένια γίνονται» — και τα πιο απίθανα μπορούν να συμβούν
β) «ο παπάς βλογάει πρώτα τα γένια του» — καθένας φροντίζει πρώτα για το συμφέρον του και μετά για τους άλλους
γ) «όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια» — όποιος χειρίζεται ένα δύσκολο θέμα έχει και τα μέσα να το επιλύσει
αρχ.
το δόντι του πριονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γένι < μσν. γένιν < μσν. γένειον < αρχ. γένειον < γενέF-ιον < γένυ-ς].