μύκη

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

[ῠ], ὁ or ἡ,

   A = μύκης (q.v.).    II μύκη· ἡ θήκη, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μύκη: ἡ, = μύκης, Ἐπίχ. 106 Ahrens, Ἀριστίας παρ’ Ἀθην. 60Β, Νικ. παρὰ τῷ αὐτ. 372F. 2) = θήκη, «μύκη, ἡ θήκη» Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
champignon.
Étymologie: cf. μύκης.

Greek Monolingual

(I)
μύκη, ἡ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ θήκη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με μύκης.———————— (II)
μύκη, ὁ, ἡ (Α)
μύκητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μύκης, -ητος].