μύκη
English (LSJ)
[ῠ], ὁ or ἡ,
A = μύκης (q.v.). II μύκη· ἡ θήκη, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μύκη: ἡ, = μύκης, Ἐπίχ. 106 Ahrens, Ἀριστίας παρ’ Ἀθην. 60Β, Νικ. παρὰ τῷ αὐτ. 372F. 2) = θήκη, «μύκη, ἡ θήκη» Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
champignon.
Étymologie: cf. μύκης.
Greek Monolingual
(I)
μύκη, ἡ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ θήκη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με μύκης.———————— (II)
μύκη, ὁ, ἡ (Α)
μύκητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μύκης, -ητος].