ἡ,
A v. μυρσίνη.
μυρρίνη: ἡ, ἴδε μυρσίνη.
ης (ἡ) :1 branche ou couronne de myrte;2 baie de myrte;3 marché aux myrtes, aux couronnes de myrte.Étymologie: p. assimil. p. μυρσίνη.
μυρρίνη, ἡ (Α)(αττ. τ.) βλ. μυρσίνη.