μυρρίνη
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ἡ, v. μυρσίνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 branche ou couronne de myrte;
2 baie de myrte;
3 marché aux myrtes, aux couronnes de myrte.
Étymologie: p. assimil. p. μυρσίνη.
German (Pape)
ἡ, auch μυρσίνη, Myrtenzweig, Myrtenkranz; Ar. Vesp. 861, Av. 43 und öfter; αἱ μυρρίναι, der Ort, wo Myrten od. Myrtenkränze verkauft wurden, Th. 448; ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι, Pherecrat. bei Ath. VII.269 und a. Comic.; ἐπὶ στιβάδων ἐστρωμένων σμίλακί τε καὶ μυρρίναις, Plat. Rep. II.372b; Folgde: πρὸς μυρρίνην ᾄδειν, Zenob. 1.19; vgl. Ilgen. carm. conv. p. CXLVIII.
Russian (Dvoretsky)
μυρρίνη: Eur., Plut. μυρσίνη, дор. μυρσίνα (ῐ) ἡ
1 мирт (μυρσίνης κλάδοι Eur.);
2 миртовая ветвь (μυρσίνας στέφανος Pind.);
3 миртовый венок Arph.;
4 pl. место продажи миртовых ветвей и венков: ἐν ταῖς μυρρίναις Arph. на миртовом рынке.
Greek (Liddell-Scott)
μυρρίνη: ἡ, ἴδε μυρσίνη.
Greek Monolingual
μυρρίνη, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. μυρσίνη.
Greek Monotonic
μυρρίνη: Αττ. αντί μυρσίνη.