μῠροδόχος: -ον, ὁ δεχόμενος ἢ περιέχων μύρον, Ψευδο-Ἀθαν. IV, 908A.
μυροδόχος, -ον (ΑΜ)(για λάρνακα αγίων) αυτός στον οποίο περιέχεται μύρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. τεφρο-δόχος].