μύρο
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
το (ΑΜ μύρον)
κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η οποία λαμβάνεται από φυτά και χρησιμεύει στην παρασκευή αρωματικών ελαίων, καθώς και κάθε ευώδες, αρωματικό έλαιο, φυσικό ή τεχνητό (α. «τ' αδειανού χρυσογυαλιού / μυρίζεσαι το μύρο», Παλαμ.
β. «οὐκ ἂν μύροισι γραῡς ἐοῦσ' ἠλείφετο», Αρχίλ.)
νεοελλ.
συνεκδ. ευχάριστη μυρωδιά, ευωδιά, αρωμα
(νεοελλ.-μσν.) φρ. α) «άγιο μύρο» ή «μύρο μυστικό»
εκκλ. αρωματικό λάδι από πολλές ουσίες, που συμβολίζουν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το οποίο καθαγιάζεται σε ειδική ακολουθία τη Μεγάλη Πέμπτη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και χρησιμοποιείται στο μυστήριο του χρίσματος μετά το βάπτισμα, οπότε το νήπιο χρίεται από τον ιερέα σε διάφορα σημεία του σώματός του
β) «μέγα μύρον»
εκκλ. i) άγιο μύρο
ii) το άρωμα όπου αναβλύζει από τα σώματα τών αγίων
αρχ.
1. τόπος όπου πωλούνταν τα μύρα
2. μτφ. καθετί το θελκτικό, το χαριτωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε IE smer(u)- «πάχος, λίπος» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. smero, αρχ. ιρλδ. smi(u)r «μυελός») και συνδέεται με τους τ. σμύρις και μύραινα στηρίζεται σημασιολογικά στον ρόλο του λαδιού και γενικά λιπαρών ουσιών για την παρασκευή αρωμάτων στην αρχαιότητα και μορφολογικά στο αρχικό -σ- που μαρτυρείται στον παρακμ. ἐσμύρισμαι. Παρ' όλα αυτά, η προηγούμενη άποψη δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, γιατί το -σ- του ἐσμύρισμαι μπορεί να οφείλεται είτε σε αναλογική επίδραση του σμύρνα είτε σε μετρικούς λόγους. Η λ. μύρον, που μεταφορικά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει καθετί το θελκτικό και χαριτωμένο, έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με τις λ. μύρρα και μύρτος. Η λ. στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το «άγιο μύρο» και στη Νεοελληνική για να δηλώσει γενικά οποιαδήποτε ευωδιά (πρβλ. μυρωδιά). Η λ., τέλος, εμφανίζεται στα θηλ. ανθρωπωνύμια Μυρώ, Μυραλλίς και σε αρκετά συνθ. ως α' συνθετικό με τη μορφή μυρ(ο)-.
ΠΑΡ. μυρίζω, μυρώ(-ώνω)
αρχ.
μυράφιον, μυρηρός, μυρίδιον, μυρίς, μυρόεις
αρχ.-μσν.
μυρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μυραλοιφή, μυρεψός, μυροβάλανος, μυροθήκη, μυροποιός, μυροπώλης, μυροφόρος
αρχ.
μυράλειπτρον, μυράπιον, μυροβαφής, μυροβόστρυχος, μυροβραχής, μυρόβροχος, μυρόδοτος, μυρομήλινον, μυροπνενστός, μυρόπνους, μυροπόλος, μυρόροδον, μυρόρραντος, μυρορρόας, μυροσταγής, μυροτόκος, μυρουργός, μυροφεγγής, μυρόχριστος, μυρόχρους
αρχ.-μσν.
μυροδόχος
μσν.
μυρευώδης, μυροβρύτης, μυροδέγμων, μυροδότης, μυροκομίστρια, μυροκοπώ, μυρόλωτος, μυροστάφυλος, μυροχεύμων, μυροχυσία
μσν.-νεοελλ. μυροβλύτης
νεοελλ.
μυρέλαιο, μυρόβολος, μυρογυάλι, μυροδοχείο, μυρόκαρπος. (Β' συνθετικό) αρχ. άμυρον, δεκάμυρον, κρινόμυρον, ξηρόμυρον, πεντάμυρον, τετράμυρον, υγρόμυρον, υδρόμυρον].