ον, = foreg., Ptol.Tetr.167.
[Seite 226] = Vorigem, Procl.
μωρόκακος: -ον, ὁ μωρὸς ἅμα καὶ κακός, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 223.
μωρόκακος, -ον (Α)·, μωρός και συνάμα κακός, μωροκακοήθης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + κακός].