μωροκακοήθης
From LSJ
English (LSJ)
ες, both knave and fool, wicked and foolish Procop.Arc. 6.
German (Pape)
[Seite 226] ες, von dummer Bosheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μωροκᾰκοήθης: -ες, μωρὸς ἅμα καὶ κακοήθης, Προκόπ. ΙΙΙ. 56, 14.
Greek Monolingual
μωροκακοήθης, -ες (Α)
μωρός και συνάμα κακοήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + κακοήθης.