μώριος

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ἡ,

   A = μανδραγόρας ἄρρην, Dsc.4.75.2, Plin.HN25.148.    2 = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.75.7, Plin.HN21.180.    3 a plant used in philtres, Hsch.

Greek Monolingual

μώριος, ἡ (Α) μωρός
μτγν.
1. το φυτό μανδραγόρας
2. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν
3. (κατά τον Ησύχ.) «πόα τις. ᾗ πρὸς φίλτρα χρῶνται», φυτό, βότανο που χρησιμοποιούν για μάγια.