βότανο

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

το (Μ βότανον) βοτάνη
1. χόρτο
2. χόρτο με θεραπευτικές ιδιότητες
νεοελλ.
βοτάνι με μαγικές ιδιότητες.