τό, Dim. of ναΐσκος, PMag.Par.1.3145, Sch.Aeschin. 1.10, Gloss.
[Seite 227] τό, dim. zum Folgdn (?).
capilla
ναϊσκάριον, τὸ (Α) ναΐσκοςυποκορ. του ναΐσκος.