ναΐσκος

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱΐσκος Medium diacritics: ναΐσκος Low diacritics: ναΐσκος Capitals: ΝΑΪΣΚΟΣ
Transliteration A: naḯskos Transliteration B: naiskos Transliteration C: naiskos Beta Code: nai/+skos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, Dim. of ναός, shrine, Str.14.1.4, J.AJ8.8.4.

German (Pape)

[Seite 227] ὁ, dim. zu ναός, Kapelle, Strab., Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ναΐσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ναός, μικρὸς ναός, Στράβ. 637, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 8, 4· - ὑποκορ. τοῦ ναΐσκος, ναϊσκάριον, τό, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 6. 9. 30 Δινδ.

Greek Monolingual

ο (Α ναΐσκος) ναός
μικρός ναός, εκκλησάκι.