το νανουρίζω1. μονότονο τραγούδι με το οποίο αποκοιμίζονται τα μωρά2. η ενέργεια του νανουρίζω, το αποκοίμισμα με μονότονο τραγούδι3. (κατ' επέκτ.) είδος ήρεμης και λικνιστικής μουσικής σύνθεσης.