ναύστης

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ναύτης, Sammelb.1207.

Greek Monolingual

ναύστης, ὁ (Α)
ναύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ναύτης με -σ- πιθ. κατά τα αρσ. σε -στης (πρβλ. ναῦσθλον)].