ναρδικός

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό νάρδος ή που προέρχεται από τη νάρδο («ναρδικό οξύ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].