νάρδο

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

το (Α νάρδον)
το αρωματικό φυτό νάρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος, με αλλαγή γένους].