ναυκληρικός

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a ναύκληρος, Luc. DMeretr.2.2; ν. δίαιτα Moschio ap.Ath.5.207c; ν. ἄνθρωποι Peripl. M.Rubr. 21; τὰ-κά, = ναυκληρία, Pl.Lg.842d.

German (Pape)

[Seite 231] ή, όν, den ναύκληρος betreffend, ihm gehörig; ναυκληρικῶν καὶ ἐμπορικῶν verbindet Plat. Legg. VIII, 842 d, öfter; γάμοι, Luc. D. Mer. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ναυκληρικός: ἡ, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ναύκληρον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 2. 2, Ἀθήν. 207C· τὰ ναυκληρικά, = ναυκληρία, Πλάτ. Νόμ. 842D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de pilote ; ὁ ναυκληρικός pilote.
Étymologie: ναύκληρος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ναυκληρικός, -ή, -όν) ναύκληρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναύκληρο ή αυτός που προσιδιάζει σε ναύκληρο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ναυκληρικά
ναυκληρία.