ναύκληρος
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus
English (LSJ)
ὁ,
A shipowner and merchant (opp. ἔμπορος, q.v.), IG12.127.34, 128.4, Hdt.1.5, 4.152, S.Ph.128, 547, E.Fr.417, Ar.Av.595, Th.1.137, X.Mem.3.9.11.
2 skipper, sailing-master, OGI344.4 (Delos, ii B. C.), Act.Ap.27.11, POxy.63.4 (ii/iii A. D.).
3 generally, captain, commander, A.Supp.177: as adjective, ν. πλάτη S.Fr.430; ναύκληρος χείρ = the master's hand, of a charioteer, E.Hipp.1224; ν. πόλις Philostr.VS2.26.2.
II at Athens, one who rented and sub-let tenement-houses, Sannyr.6, Hyp.Fr.37, Diph.37, cf. Hsch., Poll.1.75.
2 = ναύκραρος, Id.8.108 (s.v.l.); cf. ναύκλαρος.
German (Pape)
[Seite 231] ὁ, 1) der Besitzer eines Schiffes, Schiffspatron; Her. 1, 5; Soph. Phil. 128, vgl. 543, auch adject., ναύκληρον πλάτην, frg. 387, was Hesych. ναυτικήν erkl.; neben ἔμπορος, Plat. Prot. 319 d Polit. 290 a, öfter; Xen. An. 7, 2, 12 u. Folgde; Pol. 4, 6, 1. 31, 21, 1; bei Ath. V, 209 a werden ναύκληρος, κυβερνήτης καὶ πρωρεύς als die genannt, welche auf dem Schiffe das Gericht bilden. Uebrtr., der Lenker, Regierer, Führer, Aesch. Suppl. 174 Eur. Hippol. 1224. – 2) In Athen auch ein Miethsunternehmer, der ganze Häuser pachtete, um sie an Andere im Einzelnen wieder zu vermiethen, vgl. Harpocr., der Comic. u. Hyperid. für diesen Gebrauch anführt; Hesych. ὁ συνοικίας προεστώς, σταθμοῦχος, Hausherr, s. Böckh Staatsh. 1 p. 155. (Wohl nicht in dieser Bdtg von ναίω abzuleiten, sondern eins mit dem Vorigen, s. ναύκραρος.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 armateur ou propriétaire d'un navire;
2 celui qui dirige un navire, pilote.
Étymologie: p. assim. p. ναύκραρος.
Russian (Dvoretsky)
ναύκληρος:
I ὁ [из ναύκραρος
1 судовладелец, собственник наемного корабля Her., Thuc., Xen. etc.;
2 перен. кормчий, руководитель (πατήρ Aesch.).
управляющий, направляющий, ведущий (χείρ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ναύκληρος: ὁ, ὁ «ἰδιοκτήτης» ἢ κύριος πλοίου, ὁ ἀντὶ χρημάτων μεταφέρων ἐμπορεύματα ἢ ἐπιβάτας διὰ τοῦ πλοίου του, Ἡρόδ. 1. 5., 4. 152, Σοφ. Φιλ. 128, 547, κτλ.· πρβλ. ἐπὶ πᾶσαν Εὐρ. Ἀποσπ. 421, Θουκ. 1. 136, Ξεν. Ἀπομν. 3, 9, 11· -καθόλου, πλοίαρχος, κυβερνήτης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 183, Εὐρ. Ἱκέτ. 174. 2) ὡς ἐπίθ., ν. πλάτη Σοφ. Ἀποσπ. 387· ν. χείρ, ἡ χείρ τοῦ κυβερνήτου, ἐπὶ ἁρματηλάτου (πρβλ. ἡνίοχος) Ι. 4), Εὐρ. Ἱππ. 1224. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ὁ ἐπὶ μισθῷ ἔχων οἰκίας καὶ ὑπενοικιάζων αὐτὰς μετὰ ταῦτα κατὰ μέρη, Σαννυρίων ἐν «Γέλωτι» 5, καὶ Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 5, Ὑπερείδης παρ’ Ἁρποκρατ. ἐν λέξει ναύκληρος, πρβλ. Ἡσύχ., Πολυδ. Α΄, 75, Böckh. P. E 2. 15, καὶ ἴδε ναυκληρέω ΙΙ· - (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας λέγεται ὑπό τινων ὅτι ἡ λέξις παράγεται ἐκ τοῦ ναίω, καὶ ὄχι ἐκ τοῦ ναῦς· πρβλ. ναύκραρος).
English (Strong)
from ναῦς and κλῆρος ("clerk"); a captain: owner of a ship.
English (Thayer)
ναυκληρου, ὁ (ναῦς and κλῆρος), from Herodotus (and Sophocles) down, a ship-owner, ship-master, i. e. one who hires out his vessel, or a portion of it, for purposes of transportation: Acts 27:11.
Greek Monolingual
και ναύκλερος, ο (ΑΜ ναύκληρος, Α θηλ. -ισσα, Μ και ναύκλερος και νάφλερος)
1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα με το πλοίο του αντί χρηματικού ποσού, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης («κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και λένε», Σολωμ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. ο υπεύθυνος για τη συντήρηση τών αρμένων και τών σωστικών μέσων του πλοίου και γενικότερα για τη συντήρηση του σκάφους, αλλ. πρωρεύς, κν. λοστρόμος
2. ζωολ. γένος ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας φαλκονίδες
3. φρ. «μέγας ναύκληρος» — κυβερνήτης πλοίου, καπετάνιος
αρχ.
1. (στην Αθήνα) αυτός που μισθώνει ένα οίκημα για να το υπενοικιάσει
2. ναύκραρος
3. κυβερνήτης πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. ναύ-κληρος < ναύ-κρᾱρος, με ανομοίωση και παρετυμολογική σύνδεση του β' συνθετικού με το κλῆρος. Το ναύκραρος < ναῦς + -κρᾱρος (< -κρᾱσ-ρος, που ανάγεται στο ίδιο θ. με τα κραῖρα, κρανίον, κάρα). Ο ναύ-κραρος είναι, δηλ., ο «επικεφαλής» του πλοίου. Το ίδιο θ. εμφανίζεται στο βοιωτικό ανθρωπωνύμιο Λα-κραρ-ίδας. Η Λατινική δανείστηκε τη λ. από την Ελληνική (πρβλ. λατ. nauclērus, nauclārius, nauiculārius)].
Greek Monotonic
ναύκληρος: ὁ,
1. αυτός που έχει πλοίο στην ιδιοκτησία του, πλοιοκτήτης, κύριος πλοίου, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. ως επίθ., ναύκληρος χείρ, το χέρι του κυβερνήτη, λέγεται για ηνίοχο (πρβλ. ἡνίοχος I. 3), σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: shipowner, (ship-)captain, who lets out his ship and places on board to other persons (IA.; on the meaning against ἔμπορος and κάπηλος Finkelstein ClassPhil. 30, 320 ff.); metaph. owner of a rented house (com.).
Derivatives: ναυκληρ-ία f. the position of a ναύκλη-ρος, ship-owners society, navigation' (Att.; or from ναυκληρέω [s.below]); -ιον n. freighter (D., E.); ναυ-κλάρ-ιος surn. of Poseidon (Delos Ia), -κληρ-ικός belonging to the ν. (Pl. Lg.), ναυκληρώσιμοι στέγαι τὰ πανδοκεῖα H. (after μισθώσιμος; Arbenz 90). Denomin. ναυκληρ-έω 'be ναύκληρος' (Att.), metaph. govern (a state) (trag.), with ναυκληρήματα pl. shipping (Tz.). -- Besides ναύκραρος (ναύκλαρος H.) m. name of the manager of a ναυκραρία (Lex Solonis ap. Arist. Ath. 8, 3, Hdt. u.a.) with ναυκραρ-ία f. part of a phyle in solonic Athens, for financial and administrative purposes (Arist. Ath. 8, 3), -ια n. pl. registry of the ναύκραροι (Ammon. Gramm.), -ικός belonging to the ν-ρος or a ν-ρία (Lex Solonis ap. Arist.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Through dissimilation and at the same time connection with the better understandable κλῆρος arose from the older ναύκρα-ρος, which remained only in techical sense, the usual ναύκλαρος, ναύκληρος. Prop. "who stands at the head of a ship"; so ναύ-κραρ-ος with the same zero grade as the 2. member as in ὀρθό-κραιρα (s. κραῖρα). Here κρα-ρ- can stand beside κερα-σ- or (better) for *κρασ-ρ- which belong to *κρασ-ν- in κραν-ίον (s.v. and κάρα); zero- and full grade forms in κάρηνα (< *καρασ-ν-α) and Lat. cere-brum (< *ceras-r-om), s. κάρηνα and κέρας. The same final element in Boeot. (Λ)α-κραρίδας < *Λά-κραρ-ος; cf. Λέ-αρχος a.o. Solmsen RhM 53, 151 ff. -- Lat. LW [loanword] nauclērus; cf. Friedmann Die jon. u. att. Wörter 26ff., with v. Blumenthal Gnomon 15, 166 n. 2.
Middle Liddell
ναύ-κληρος, ὁ,
1. a shipowner, ship-master, Hdt., Soph., etc.
2. as adj., ν. χείρ the master's hand, of a charioteer (cf. ἡνίοχος I. 3), Eur.
{{FriskDe
|ftr=ναύκληρος: {naúklēros}
Grammar: m.
Meaning: Schiffseigner, Reeder, Schiffskapitän, der sein Schiff und Plätze darin an andere Personen vermietet (ion. att.; zur Bed. gegenüber ἔμπορος und κάπηλος Finkelstein ClassPhil. 30, 320 ff.); übertr. Besitzer eines Mietshauses (Kom. u.a.).
Derivative: Davon ναυκληρία f. [[die Stellung eines ναύκληρος, Reedereibetrieb, Schiffahrt (att.; auch auf ναυκληρέω [s.u.] beziehbar); -ιον n. Seefrachtschiff (D., E. in lyr. u.a.); ναυκλάριος Bein. des Poseidon (Delos Ia), -κληρικός ‘dem ν. gehörig’ (Pl. Lg. u.a.), ναυκληρώσιμοι στέγαι· τὰ πανδοκεῖα H. (nach μισθώσιμος; Arbenz 90). Denominativum ναυκληρέω ’ναύκληρος sein’ (att.), übertr. ‘(einen Staat) lenken’ (Trag.), mit ναυκληρήματα pl. Schiffahrten (Tz.). — Daneben ναύκραρος (ναύκλαρος H.) m. Ben. des Vorstehers einer ναυκραρία (Lex Solonis ap. Arist. Ath. 8, 3, Hdt. u.a.) mit ναυκραρία f. Unterabteilung einer Phyle im solonischen Athen, von denen jede ein Schiff zu stellen hatte (Arist. Ath. 8, 3 u.a.), -ια n. pl. Verzeichnis der ναύκραροι (Ammon. Gramm.), -ικός ‘zum νρος od. zur νρία gehörig’ (Lex Solonis ap. Arist.).
Etymology: Durch Dissimilation und gleichzeitigen Anschluß an das leichtverständlichere κλῆρος entstand aus dem älteren ναύκραρος, das nur in technischem Sinne erhalten blieb, das geläufige ναύκλαρος, ναύκληρος. Eig. "der an der Spitze eines Schiffs steht"; somit ναύκραρος mit derselben Schwundstufe des Hinterglieds wie in ὀρθόκραιρα u.a. (s. κραῖρα). Dabei kann κραρ- neben κερασ- stehen oder (besser) für *κρασρ- zu *κρασν- in κρανίον (s.d. und κάρα) gehören; schwach- und hochstufige Formen in κάρηνα (aus *καρασν-α) und lat. cere-brum (aus *ceres-r-om), s. κάρηνα und κέρας. Dasselbe Hinterglied in böot. (Λ)ακραρίδας von *Λάκραρος; vgl. Λέαρχος u.a. Solmsen RhM 53, 151 ff. — Lat. LW nauclērus; vgl. Friedmann Die jon. u. att. Wörter 26ff., dazu v. Blumenthal Gnomon 15, 166 A. 2.
Page 2,291-292
}}
Chinese
原文音譯:naÚklhroj 腦-克累羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:船舶的-份
字義溯源:船長,船主,指揮官;由(ναῦς)=船)與(κλῆρος)*=鬮,骰子)組成;而 (ναῦς)出自(Ναχώρ)X*=漂浮)。參讀 (ναῦς)同源字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 船主(1) 徒27:11
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἰδιοκτήτης πλοίου, πλοίαρχος). Ἀπό τό ναῦς + κλῆρος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στίς λέξεις ναῦς καί κλῆρος.