ναυπρύτανις

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

[ῠ], ιος, ὁ,

   A ruling ships or the sea, δαίμων Pi. Pae.6.130.

English (Slater)

ναυπρῠτᾰνις f. adj.,
   1 ruling ships κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. ὦ Αἴγινα: the genius for your mastery of ships ) (Pae. 6.130)

Greek Monolingual

ναυπρύτανις, ὁ (Α)
1. αυτός που διοικεί τα πλοία
2. (για θεό) αυτός που είναι κυρίαρχος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πρύτανις.