νεγροειδής

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μοιάζει με τους νέγρους, που παρουσιάζει κοινά ή συγγενή φυλετικά χαρακτηριστικά με τις φυλές τών μαύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέγρος + -ειδής].