νέγρος

From LSJ

Greek Monolingual

ο, θηλ. νέγρα
1. μέλος της μαύρης φυλής του ανθρώπινου γένους και ιδίως αυτός που ανήκει στους μαύρους της Αμερικής
2. μαύρος δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. negro < λατ. niger, -gra, -grum «μαύρος»].