Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
ο, θηλ. νέγρα1. μέλος της μαύρης φυλής του ανθρώπινου γένους και ιδίως αυτός που ανήκει στους μαύρους της Αμερικής2. μαύρος δούλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. negro < λατ. niger, -gra, -grum «μαύρος»].