νέγρος

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος → great is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. νέγρα
1. μέλος της μαύρης φυλής του ανθρώπινου γένους και ιδίως αυτός που ανήκει στους μαύρους της Αμερικής
2. μαύρος δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. negro < λατ. niger, -gra, -grum «μαύρος»].