νεβρῑτις, -ίτιδος, ἡ (Α)ο νεβρίτης λίθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ῖτις (πρβλ. μολοχ-ίτις, σιδηρ-ίτις)].