Dor. acc. pl. of ναῦς (q.v.).
νᾶας: Δωρ. αἰτ. πληθ. τοῦ ναῦς, Θεόκρ. 7. 152., 22. 17.
νάας και νάς, ὁ (Α)φίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. εβρ. προέλευσης].