ναυτογράφος

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
αυτόματο όργανο το οποίο χαράζει πάνω σε πίνακα την πορεία του πλοίου και που αρχικά είχε χρησιμοποιηθεί ως όργανο ελέγχου της πορείας αεροπλάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + -γράφος (< γράφω)].