νεκρομαντείο
Greek Monolingual
το (Α νεκρομαντεῑον) νεκρομάντης
τόπος όπου γινόταν επίκληση στα πνεύματα τών νεκρών για μαντεία, αλλ. νεκυομαντείο.
το (Α νεκρομαντεῑον) νεκρομάντης
τόπος όπου γινόταν επίκληση στα πνεύματα τών νεκρών για μαντεία, αλλ. νεκυομαντείο.