μαντεία
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
English (LSJ)
Ep. μαντείη, Ion. μαντηΐη, ἡ, (μαντεύομαι)
A prophetic power, power of divination, h. Merc.533, 547, etc.; μαντείᾳ χρῆσθαι καθ' ὕπνον Pl.Ti. 71d; mode of divination, Hdt.2.57; αἴνιγμα μαντείας ἔδει S.OT394; μαντείας δεῖται ὅ τι ποτὲ λέγεις Pl.Smp. 206b; ἔτι ταῦτα μαντείας προσδεῖται; Aeschin.1.76: pl., divinations, h.Merc.472, S.El.499 (lyr.), Hdt.2.83, etc.
2 conjecture, ἡ περὶ τὸν θεὸν μ. Arist.Cael.284b3; μαντεία μᾶλλον ἢ κρίσει τἀληθὲς ἀναζητῶν Luc.Herm.49.
II oracle, prophecy, Pl.Ap.29a: pl., Tyrt.4.2, S.OT149, Lys.6.33; ὡς ἡ ἐμὴ μαντεία = as I divine, Pl.Phlb. 66b.
2 oracular, i.e. obscure, expression, Id.Cra.384a.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 prédiction, oracle;
2 action de consulter ou d'interpréter un oracle, divination.
Étymologie: μαντεύω.
German (Pape)
ἡ, das Weissagen, die Gabe der Prophezeiung, H.h. Merc. 533, 547, im plur. 472; die Weissagung selbst, der Inhalt derselben, Soph. Trach. 238, O.R. 149; μαντείας βροτοῖς ἀναφαίνων, Eur. I.T. 1255; Ar. Av. 719; die Art, wie die Orakel erteilt werden, Her. 2.57, 83; τῇ μαντείᾳ ἀπειθῶν, Plat. Apol. 29a; ἐκ μαντειῶν καὶ ἐξ ἐνυπνίων, 33c, öfter; auch Κρατύλου, des Krat. dunkler Ausspruch, Crat. 384a. – Auch = Vermutung, Erraten, ὡς ἡ ἐμὴ μαντεία, Plat. Phil. 66b; μαντείας δεῖται ὅ, τι ποτὲ λέγεις, man muß erraten, Symp. 206b; vgl. μαντείας ἔδει Soph. O.C. 394, es ist so dunkel, daß es der Befragung des Orakels bedarf; μαντείᾳ μᾶλλον ἢ κρίσει τἀληθὲς ἀναζητῶν Luc. Hermot. 49.
Russian (Dvoretsky)
μαντείᾱ: эп. μαντείη, ион. μαντηΐη ἡ
1 пророческий дар HH;
2 пророческое толкование (μαντείας δεῖται ὃ τί ποτε λέγεις Plat.): αἴνιγμα μαντείας ἔδει Soph. загадка (Сфинкса) нуждалась в истолковании провидца;
3 способ прорицания (ἐν Θήβῃσι Her.);
4 прорицание (Φοῖβος ὁ πέμψας τὰς μαντείας Soph.): μαντείᾳ χρῆσθαι καθ᾽ ὕπνον Plat. прорицать во сне;
5 догадка, предвидение: ὡς ἡ ἐμὴ μ. Plat. как я предвижу.
Greek (Liddell-Scott)
μαντεία: Ἰων. -ηίη, ἡ, (μαντεύομαι) τὸ προφητεύειν, προφητεία, προφητικὴ δύναμις, μαντικὴ δύναμις, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 533, 547, κτλ.· μαντείᾳ χρῆσθαι καθ’ ὕπνον Πλάτ. Τίμ. 71D· - ὡσαύτως τρόπος τοῦ μαντεύεσθαι, Ἡρόδ. 2. 57, 83· παροιμ., αἴνιγμα μαντείας ἔδει, εἶχεν ἀνάγκην μαντικῆς τέχνης, Σοφ. Ο. Τ. 394· μαντείας δεῖται ὅ τι ποτὲ λέγεις Πλάτ. Συμπ. 206Β· ἔτι ταῦτα μαντείας προσδεῖται; εἶναι ἀνάγκη μαντικῆς ὅπως ἑρμηνεύῃ τις ταῦτα; Αἰσχίν. 11. 16. - ἐν τῷ πληθ. μαντεῖαι, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 472, Σοφ. Ἠλ. 499, Πλάτ. κτλ. 2) μαντεία, εἰκασία, ἡ περὶ τὸν θεὸν μ. Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 1, 7. ΙΙ. = μαντεῖον Ι, χρησμός, προφητεία, Τυρταῖ. 2. 2, Σοφ. Ο. Τ. 149, Λυσ. 106. 10, Πλάτ. Ἀπολ. 29Α, 33C· ὡς ἡ ἐμὴ μαντ., ὡς ἐγὼ μαντεύομαι, προλέγω, Πλάτ. Φίληβ. 66Β. 2) μαντική, χρησμώδης, δηλ. σκοτεινὴ καὶ ἀσαφὴς ἔκφρασις, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 384Α.
Spanish
poder de adivinación, de profecía, oráculo, profecía, acto de adivinación
Greek Monolingual
η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) μαντεύω
1. το να προλέγει κάποιος αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική δύναμη, η μαντική ιδιότητα, η μαντική τέχνη («μαντείας... δεῖται ὅ,τι ποτὲ λέγεις», Πλάτ.)
2. συν. στον πληθ. οι προφητείες, οι χρησμοί, οι εξηγήσεις τών σημείων
μσν.
μαγική πράξη
αρχ.
1. ο τρόπος με τον οποίο δινόταν ο χρησμός («ἡ δὲ μαντηΐη ἥ τε ἐν Θήβῃσι τῇσι Αἰγυπτίῃσι καὶ ἐν Δωδώνῃ παραπλήσιαι ἀλλῄλησι», Ηρόδ.)
2. εικασία, πιθανολογία, υπόθεση («τον γε ἄνευ πείρας αἱρούμενον μαντείᾳ μᾶλλον ἢ κρίσει τἀληθὲς ἀναζητοῦντα», Λουκιαν.)
3. σκοτεινή έκφραση, δυσνόητος λόγος («εἰ οὖν πῃ ἔχεις συμβαλεῖν τὴν Κρατύλου μαντείαν», Πλάτ.)
4. φρ. «ὡς ἡ ἐμὴ μαντεία» — όπως προλέγω, όπως προφητεύω εγώ (Πλάτ.).
Greek Monotonic
μαντεία: Ιων. -ηΐη, ἡ, (μαντεύομαι)·
I. προφητεύω, διαθέτω προφητικό χάρισμα, σε Ομηρ. Ύμν.· το μέσον της προφητείας (π.χ. οιωνός), σε Ηρόδ.· αἴνιγμα μαντείας ἔδει, η λύση του αινίγματος απαιτούσε προφητεία, χρησμό, σε Σοφ. II. μαντεῖον IΙ, σε Τυρτ., Σοφ.
Middle Liddell
μαντεία, Ionic -ηίη, ἡ, μαντεύομαι
I. prophesying, prophetic power, Hhymn.: mode of divination, Hdt.; αἴνιγμα μαντείας ἔδει the riddle stood in need of divination, Soph.
II. = μαντεῖον II, Tyrtae., Soph.
English (Woodhouse)
divination, oracle, prediction, art of prediction, art of prognosticating, power of prediction
Léxico de magia
ἡ 1 poder de adivinación, de profecía ὅταν εἰσέλθῃ, ἐρώτα αὐτόν, περὶ οὗ θέλεις, περὶ μαντείας, περὶ ἐποποιίας cuando se presente, pregúntale sobre lo que quieras, sobre profecía, sobre adivinación por medio de versos épicos P I 328 ἐπικαλοῦμαί σε, Tυφῶν Σήθ, τὰς σὰς μαντείας ἐπιτέ<λ>λω te invoco a ti, Tifón Set, solicito tus poderes proféticos P XIV 20 2 oráculo, profecía, acto de adivinación μαντία Κρονικὴ ζητουμένη, καλουμένη μυλάριον profecía de Cronos, muy buscada, llamada «molinillo» P IV 3087 καὶ οὕτως ἡ μαντεία εὔτακτος ἀπεργάζεται y así el oráculo se realiza bien ordenado P V 50 μὴ μου ἐμποδίζεσθε εἰς τὴν μαντείαν μου ταύτην que no me estorben en este mi oráculo P VII 322 φάνηθί μοι ἐν τῇ μαντείᾳ, ὁ μεγαλόφρων θεός muéstrate a mí en este acto de adivinación, dios de grande pensamiento P VII 551
Translations
divination
Bulgarian: предсказване; Catalan: endevinació; Chinese Mandarin: 卜筮, 占卜, 卜卦; Czech: věštba, věštění; Ewe: afakaka; Finnish: ennustaminen; French: divination; Galician: adivinación; German: Wahrsagerei, Wahrsagen; Greek: μαντεία; Ancient Greek: ἀφητορεία, μαντεία, μαντείη, μαντηΐη, μαντική, μαντευτική; Hungarian: jövendölés; Indonesian: ramal, tenung; Irish: fáistine; Italian: divinazione; Japanese: 占い; Korean: 점(占), 복점(卜占); Latin: divinatio; Maori: niu; Ottoman Turkish: كبزه; Polish: wróżba, wróżenie; Portuguese: adivinhação, divinação; Russian: предсказание, прорицание, предвидение; Spanish: adivinación, divinación; Swahili: ramli; Turkish: kehanet, önbili
prophecy
Afrikaans: voorspelling; Albanian: profeci; Amharic: ትንቢት; Arabic: نُبُوءَة, تَنَبُّؤ; Armenian: մարգարեություն; Azerbaijani: peyğəmbərlik; Belarusian: прароцтва; Bulgarian: пророчество, предсказание; Catalan: profecia; Chinese Mandarin: 預言/预言; Czech: proroctví; Danish: profeti, spådom; Dutch: voorspelling; Finnish: profetia; French: prophétie; Galician: profecía; Georgian: წინასწარმეტყველება; German: Prophezeiung, Weissagung; Gothic: 𐍀𐍂𐌰𐌿𐍆𐌴𐍄𐌾𐌰; Greek: προφητεία; Ancient Greek: εἴρα, θεοπροπία, θεοπρόπιον, μαντεία, ὁ προφητικὸς λόγος, προαγόρευμα, προθέσπισμα, προθεωρία, προκήρυξις, πρόνοια, προνοίη, πρόρρημα, προφητεία, προφήτευμα, προφητικὸς λόγος, φοίβησις, χρησμολογία, χρησμῳδία; Hebrew: נְבוּאָה; Hindi: भविष्यवाणी; Hungarian: jóslat, prófécia; Icelandic: spá; Irish: tairngreacht, fáistine; Italian: profezia; Japanese: 予言; Khmer: ព្យាករណ៍; Korean: 예언; Latin: vaticinium, fatus; Macedonian: пророштво; Malayalam: പ്രവചനം; Maori: kupu whakaari, poropititanga; Ngazidja Comorian: nubua; Norwegian Bokmål: profeti, spådom; Nynorsk: spådom; Old English: wītgung; Ottoman Turkish: پیغامبرلك; Plautdietsch: Profeetie; Polish: proroctwo, przepowiednia; Portuguese: profecia; Quechua: watuy; Romanian: profeție; Russian: пророчество, предсказание; Serbo-Croatian Cyrillic: пророчанство, пророштво; Roman: proročánstvo, pròroštvo; Slovak: proroctvo; Slovene: prerokba; Spanish: profecía; Swahili: utabiri; Swedish: profetia; Tagalog: hawo; Turkish: vahiy; Ukrainian: пророцтво; Vietnamese: tiên tri; Yiddish: נבֿואה