ναυλοχία

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ἡ,

   A anchorage, esp. of pirates, App.Mith.92.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, das Vorankerliegen, bes. um einem Feinde aufzulauern, App. Mithr. 92.

Greek (Liddell-Scott)

ναυλοχία: ἡ, τὸ ναυλοχεῖν, κυρίως, τὸ παραμένειν ἐντὸς μυχοῦ καὶ ἐνεδρεύειν τὸν ἐχθρόν: τόπος ἔνθα ἐνεδρεύουσι πλοῖα λῃστῶν τῆς θαλάσσης, πειρατῶν, Ἀππ. Μιθρ. 92.

Greek Monolingual

ναυλοχία, ἡ (Α) ναύλοχος
1. (γενικά) παραμονή πλοίων σε όρμο ή μυχό
2. (ειδικά) τόπος όπου ενεδρεύουν πλοία πειρατών.