παραμονή
English (LSJ)
ἡ,
A obligation to continue in service, of a slave whose manumission is deferred, SIG2863 (Delph.), etc.; ἐγγύους παρά τινος λαμβάνειν παραμονῆς PHal.1.48 (iii B. C.), cf. PHib.1.41.5 (iii B. C.).
2 endurance, constancy, Iamb.Protr.[2].
3 keeping, οἶνος πρὸς παραμονὴν ἐπιτήδειος Ath.1.30e; γλεῦκος εἰς π. χρήσιμον Gp.6.16.3; εἰς πλείονα π. χρωμάτων Dsc.5.159.
4 διὰ τὴν τοῦ βρέφους παραμονήν to make room for the foetus, Alex.Aphr.Pr.1.125.
German (Pape)
[Seite 490] ἡ, das Dabeibleiben, die Ausdauer, Ath. I, 30 b; – das Ausharren, die Standhaftigkeit, Sp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
παραμονή: ἡ, τὸ παραμένειν, μένειν παρά τινι, ἐπὶ τῆς καταστάσεως ἱεροδούλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1608b, Curt. Anecd. Delph σ. 39. 2) σταθερότης ἔν τινι, Ἰαμβλ. Προτρ. 16· ἐπὶ οἴνου παραμένοντος ἀβλαβοῦς, οἶνον... πρὸς παραμονὴν ἐπιτήδειον Ἀθήν. 30Ε· - ὡς ἐπίρρ., εἰς παραμονήν, διαρκῶς, Γεωπ. 6. 16, 3. ΙΙ. παρὰ Βυζ., σταθμός, φρουρά· ὅθεν παραμονάριος, ὁ, ὁ φύλαξ, φρουρός, custos, Συλλ. Ἐπιγραφ. 9259· ἴδε Δουκάγγ. - Ἐκκλησ., ἡ προηγουμένη ἡμέρα δεσποτικῆς ἑορτῆς, παραμ. τῶν Φώτων, Στουδ. 700C· τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως 1697Α· τῆς Βαϊοφόρου 1717Β, κλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ παραμένω
1. το να βρίσκεται κανείς σε έναν τόπο συνεχώς, η διαμονή («γνώρισε πολλούς ανθρώπους κατά την παραμονή του στο εξωτερικό)
2. το να μένει κάποιος ή κάτι επί πολύ χρόνο στην ἴδια κατάσταση, διατήρηση (α. «η παραμονή του στην ηγεσία είναι βέβαιη» β. «οἶνος πρὸς παραμονὴν ἐπιτήδειος», Γεωπ.)
νεοελλ.-μσν.
η προηγούμενη ημέρα εθνικής ή θρησκευτικής εορτής ή γεγονότος (α. «παραμονή τών Χριστουγέννων» β. «αρρώστησε την παραμονή της αναχώρησής του για το εξωτερικό»)
μσν.
1. (ιδίως στο Βυζάντιο) φρουρά
2. φρ. «εἰς παραμονήν»
(με επιρρμ. σημ.) διαρκώς, συνεχώς
αρχ.
1. (για δούλο του οποίου αναβλήθηκε η απελευθέρωση) υποχρέωση για συνέχιση της υπηρεσίας
2. σταθερότητα, διάρκεια.