ναϊκός

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a temple, εὔθυνοι GDI1370 (Dodona).

Greek Monolingual

ναϊκός, -ή, -όν (Α) ναός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναό ή που προέρχεται από τον ναό.