ναϊκός
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ναϊκή, ναϊκόν, of a temple, εὔθυνοι GDI1370 (Dodona).
Greek Monolingual
ναϊκός, -ή, -όν (Α) ναός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναό ή που προέρχεται από τον ναό.