νεκροταφείο

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (ΑΜ νεκροτάφιον) νεκροτάφος
τόπος όπου ενταφιάζονται οι νεκροί, κοιμητήριο
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. τα νεκροτάφια
το σάβανο και τα υπόλοιπα ενδύματα του νεκρού.