ον,
A newly shorn, πρόβατα PMasp.141 iii a2, al. (vi A.D.).
νεόκουρος, -ον (Α)αυτός που κουρεύτηκε πρόσφατα («νεόκουρα πρόβατα», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. φυλό-κουρος].