νεόκουρος

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκουρος Medium diacritics: νεόκουρος Low diacritics: νεόκουρος Capitals: ΝΕΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: neókouros Transliteration B: neokouros Transliteration C: neokouros Beta Code: neo/kouros

English (LSJ)

νεόκουρον, newly shorn, πρόβατα PMasp.141 iii a2, al. (vi A.D.).

Greek Monolingual

νεόκουρος, -ον (Α)
αυτός που κουρεύτηκε πρόσφατα («νεόκουρα πρόβατα», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. φυλόκουρος].