ίδος, ἡ,
A = νεώριον, Str.1.3.20 (sed leg. νεωρίων).
νεωρίς: -ίδος, ἡ, = νεώριον, Στράβ. 61 (ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον νεωρίων).
νεωρίς, ἡ (Α)νεώριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + επίθημα -ις (πρβλ. νεοσσι-ίς)].