νεώριον
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
τό, (νεωρός) dockyard, IG12.57.53, al., Ar.Ach.918, Th.2.93, 3.74, etc.: in plural, E.Hel.1530, Ar.Av.1540, Th.3.92, Lys.12.99, 13.46, Pl.Criti.115c, etc.
German (Pape)
[Seite 250] τό, Thuc. 2, 93, Ar. Ach. 926, Pol. 36, 3, 9, gew. im plur., Schiffswerste, Hallen an den Seiten der Häfen, wo neue Kriegsschiffe gebau't u. alte ausgebessert wurden; Eur. Hel. 1546; Plat. Gorg. 455 d u. öfter; οἱ λιμένες καὶ τὰ νεώρια, Critia. 115 c; Xen. Hell. 6, 5, 32 u. öfter; Lys. 12, 99; Din. 3, 2; Dem. u. Folgde, wie Pol. 36, 3, 9. Vgl. VLL., bes. Harpocr. u. Böckh Att. Seew. p. 64 ff. Sie dienten auch zur Aufbewahrung der Schiffe während des Winters, wo diese auf das Trockene gezogen wurden, u. zur Aufbewahrung aller zur Ausrüstung der Schiffe nöthigen Dinge, also = νεώσοικοι (w. m. s.), Schiffsarsenal. Bei Aesch. 3, 25, ἦρχον τὴν τῶν νεωρίων ἀρχήν, hat man νεωρῶν ändern wollen, was zwar angemessener scheint, aber nicht nothwendig ist.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
d'ord. au pl. τὰ νεώρια;
chantier pour les constructions maritimes, arsenal, lieu de remisage pour les navires.
Étymologie: ναῦς, ὤρα.
Russian (Dvoretsky)
νεώριον: τό ναῦς (преимущ. pl.) корабельная верфь Thuc., Eur., Lys. etc.
Greek (Liddell-Scott)
νεώριον: τό, (νεωρὸς) τόπος, ἔνθα τὰ πλοῖα καὶ πάντα τὰ εἰς αὐτὰ ἀνήκοντα σκεύη κλπ. φυλάττονται, ναύσταθμος μετὰ τῶν πρὸς καθέλκυσιν μηχανῶν καὶ τῶν ἀποθηκῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 918, Θουκ. 2. 93., 3. 74. κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατιν. navalia, Εὐρ. Ἑλ. 1530, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1540, Θουκ. 3. 92, Λυσ. 129. 28., 134. 5, Πλάτ., κλ. Πρβλ. νεώσοικοι.
Greek Monotonic
νεώριον: τό (νεωρός), τόπος όπου φυλάσσονται πλοία, ναύσταθμος, σε Αριστοφ., Θουκ.· επίσης στον πληθ., όπως το Λατ. navalia, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· πρβλ. νεώσοικος.
Middle Liddell
νεώριον, ου, τό, νεωρός
a place were ships are taken care of, a dockyard, Ar., Thuc.; also in plural, like Lat. navalia, Eur., Thuc., etc. Cf. νεώσοικος.
Mantoulidis Etymological
τό (=ναύσταθμος, ναυπηγεῖο). Ἀπό τό νεωρός (=φύλακας ναυπηγείου) πού εἶναι σύνθετο ἀπό τά ναῦς + οὖρος (=φρουρός) ὥρα (=φροντίδα).
Lexicon Thucydideum
navale, naval affairs, sea forces, 1.108.5, 2.93.2, 3.74.2, 3.92.6, 7.22.1, 7.22.2.