νηκτήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., μεταγεν.
νηκτήρ, ὁ (Α) νήκτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηκ- του νήχω «κολυμπώ» + επίθημα -τήρ (πρβλ. δεκ-τήρ)].