νηριτοτρόφος

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ον, (νηρίτης)

   A breeding sea-snails, νῆσοι A.Fr.285.

Greek (Liddell-Scott)

νηρῑτοτρόφος: -ον, (νηρίτης) ὁ τρέφων κόγχας, κογχύλια, νῆσοι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 438.

Greek Monolingual

νηριτοτρόφος, -ον (Α)
(για νησιά) αυτός που παράγει κοχύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηρίτης «κοχύλι» + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο-τρόφος].