ἡ, poet. for νομοθεσία, Timo 9.4.
νομοθήκη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ νομοθεσία, Τίμων ἐν Ἀποσπ. 35, πρβλ. ἀγωνοθήκη.
νομοθήκη, ἡ (Α)νομοθεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + θήκη.