νεουργής

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ές, = sq., Plu.Aem.5, Alciphr.3.57, Jul.Or.2.71c.

German (Pape)

[Seite 245] ές, = νεουργός; Plut. Aem. P. 5; Alciphr. 3, 57.

Greek (Liddell-Scott)

νεουργής: -ές, = τῷ ἑπομ., Πλούτ. Αἰμίλ. 5, Ἀλκίφρ. 3. 57.

Greek Monolingual

νεουργής, -ές (Α)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινουργιοφτειαγμένος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ουργής (< έργον)].