νεουργής

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεουργής Medium diacritics: νεουργής Low diacritics: νεουργής Capitals: ΝΕΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: neourgḗs Transliteration B: neourgēs Transliteration C: neourgis Beta Code: neourgh/s

English (LSJ)

ές, = νεουργός (new-made, newmade)¹, Plu. Aem. 5, Alciphr. 3.57, Jul. Or. 2.71c.

German (Pape)

[Seite 245] ές, = νεουργός; Plut. Aem. P. 5; Alciphr. 3, 57.

Russian (Dvoretsky)

νεουργής: Plut. = νεουργός.

Greek (Liddell-Scott)

νεουργής: -ές, = τῷ ἑπομ., Πλούτ. Αἰμίλ. 5, Ἀλκίφρ. 3. 57.

Greek Monolingual

νεουργής, -ές (Α)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινουργιοφτειαγμένος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ουργής (< έργον)].

Greek Monotonic

νεουργής: -ές, = ἡ νεουργία, σε Πλούτ.